- εναποθραύω
- ἐναποθραύω (Α)σπάζω κάτι μέσα σε κάτι άλλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐναποθραύειν — ἐναποθραύω break off in pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θραύω — (ΑΜ θραύω) αποχωρίζω βίαια τα μόρια ενός σκληρού σώματος, σπάζω, συντρίβω, κομματιάζω, τσακίζω αρχ. 1. εξασθενώ, αδυνατίζω, καταβάλλω 2. λυπάμαι για κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός και εκφραστικός τ., τού οποίου το φωνήεν α είναι δυσερμήνευτο.… … Dictionary of Greek